απελπισμός

απελπισμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απελπισμός" в других словарях:

  • ἀπελπισμός — hope lessness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απελπισμός — (AM ἀπελπισμός), ο απελπισία, απόγνωση …   Dictionary of Greek

  • απελπισμός — ο η απελπισία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπελπισμοῦ — ἀπελπισμός hope lessness masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελπισμῷ — ἀπελπισμός hope lessness masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελπισμόν — ἀπελπισμός hope lessness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»