απελπισμός
Смотреть что такое "απελπισμός" в других словарях:
ἀπελπισμός — hope lessness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απελπισμός — (AM ἀπελπισμός), ο απελπισία, απόγνωση … Dictionary of Greek
απελπισμός — ο η απελπισία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπελπισμοῦ — ἀπελπισμός hope lessness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελπισμῷ — ἀπελπισμός hope lessness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελπισμόν — ἀπελπισμός hope lessness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)